- Λύδιοι
- Λύδιοςof Lydiamasc nom/voc plΛύδιοςof Lydiamasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… … Dictionary of Greek
Αξάριο — Ελληνικήονομασία της τουρκικής πόλης Ακχισάρ. Κυριεύτηκεαπό τους Τούρκους την εποχή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου (13ος αι.). Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922) υπήρχε εκεί σημαντική ελληνική μειονότητα, με 4.000 άτομα μόνο μέσα … Dictionary of Greek